ναρκισσεύομαι

ναρκισσεύομαι
θαυμάζω ο ίδιος τον εαυτό μου, όπως ο μυθικός ήρωας Νάρκισσος, δείχνω αυταρέσκεια, είμαι αυτάρεσκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναρκισσεύομαι — αυτοθαυμάζομαι, όπως ο Νάρκισσος, επιδεικνύω αυταρέσκεια, είμαι αυτάρεσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Νάρκισσος, όν. μυθικού αυτάρεσκου νέου] …   Dictionary of Greek

  • αναπεταρίζω — 1. προσπαθώ να πετάξω ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες, φτερουγίζω 2. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις, «πετάω» 3. (για την καρδιά) χτυπάω γρήγορα 4. (για πρόσωπα) ναρκισσεύομαι, κοκορεύομαι, κάνω νάζια …   Dictionary of Greek

  • ναρκισσευτής — ο [ναρκισσεύομαι] 1. αυτός που ναρκισσεύεται, που είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του, που αυτοθαυμάζεται 2. (κατ επέκτ.) εγωκεντρικός, εγωπαθής, εγωλάτρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”